- πρόσκλιντρον
- τὸ, Ατο έρεισμα τού ανακλίντρου στο οποίο στηριζόταν αυτός που ξάπλωνε πάνω του.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκλίνω + επίθημα -τρον (πρβλ. ἀνά-κλιν-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσκλιντρον — easy chair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)